Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανημερώ — ἀνημερῶ ( όω) (Α) 1. ημερεύω, εξημερώνω 2. καθαρίζω ένα τόπο από τα άγρια θηρία … Dictionary of Greek
ἀνημέρωι — ἀνημέρῳ , ἀνήμερος not tame masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)